περινοητικός

περινοητικός
-ή, -όν, Α [περινοώ]
1. προσεκτικός
2. διεξοδικός
3. πανούργος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περινοητικός — thoughtful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περινοητικαῖς — περινοητικός thoughtful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περινοητικήν — περινοητικός thoughtful fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περινοητικῷ — περινοητικός thoughtful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περινοηματικός — ή, όν, Α περινοητικός, προσεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νοηματικός (< νόημα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”